- γομαριά
- η [γομάρι]φορτίο γαϊδουριού ή αλόγου ή μουλαριού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γομαριά — η το γαϊδουροφόρτι: Έφερα δυο γομαριές χώμα για τις γλάστρες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γομάρια — γομάριον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γομάρι — γομάρι, το και γουμάρι, το 1. το φορτίο, το φόρτωμα, η γομαριά: Κουβάλησε πολλά γομάρια ξύλα. 2. ο γάιδαρος: Φόρτωσα τα σακιά στο γομάρι. 3. μτφ., αγενής, αδιάντροπος, αναίσθητος: Το γομάρι δεν είπε ούτε ένα «ευχαριστώ» για την εξυπηρέτηση που… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)